Ο τάφος της Κλυταιμνήστρας και ο εξαφανισμένος θησαυρός
Ήταν λίγο μετά την καταστροφή της Τροίας, όπου ο Αγαμέμνονας επέτρεψε στις Μυκήνες, για να δολοφονηθεί από τη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, ενώ οκτώ χρόνια αργότερα ο Ορέστης πήρε την μεγάλη εκδίκηση για τους δολοφόνους του πατέρα του. Το σπουδαίο κράτος των Μυκηνών εξασθένησε μετά τους πολλαπλούς αυτούς θανάτους, και καταστράφηκε ολοκληρωτικά με την Κάθοδο των Δωριέων το 1104 π.X.
Οι Μυκήνες, σύμφωνα με τη μυθολογία, ιδρύθηκαν από τον Περσέα, γιο του Δία και της Δανάης. Η δυναστεία των Περσειδών συνεχίστηκε με τον Ηλεκτρύονα, το Σθένελο, γιο του Περσέα κι έπειτα τον Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε σε εκστρατεία. Έπειτα ο τόπος καταλήφθηκε από τους απογόνους του Πέλοπα, Ατρέα και Θυέστη. Ο γιος του Ατρέα, ο Αγαμέμνονας ένωσε κάτω από το ξίφος του όλους τους Έλληνες που κατάκτησαν την Τροία κι έκανε τις Μυκήνες γνωστές σε ολόκληρο τον κόσμο. Από τη δόξα και τα πάθη της γενιάς του εμπνεύστηκαν οι τραγικοί ποιητές.
Ο Παυσανίας είναι ο τελευταίος αρχαίος συγγραφέας που αναφέρει τις Μυκήνες. Κατά τον Μεσαίωνα και τη βυζαντινή εποχή η πόλη ξεχνιέται και εμφανίζεται ξανά στα βιβλία των ξένων περιηγητών, κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Μετά την απελευθέρωση, το 1836, πέρασε στη δικαιοδοσία της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών.
Ο τάφος της Κλυταιμνήστρας χρονολογείται γύρω στα 1220 π.Χ. Είχε την μεγάλη ιστορική ατυχία να ανακαλυφθεί λίγα χρόνια πριν την Ελληνική Επανάσταση, με αποτέλεσμα να καταστραφεί και να συληθεί από τον Βελή πασά του Ναυπλίου. Καλά κρυμμένος, έμεινε αθέατος στους μυκηναϊκούς και ιστορικούς χρόνους και ένα μικρό ελληνιστικό θέατρο κτίσθηκε στην επίχωση του δρόμου του. Οι βροχές και οι κακοκαιρίες αποτελείωσαν το έργο, έως ότου το 1951 αναστηλώθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Ο τάφος της Κλυταιμνήστρας υπήρξε εφάμιλλος του “Θησαυρού του Ατρέως“, γεγονός που μαρτυράτε από την εξαιρετική του κατασκευή, τον δρόμο μήκους 37 μέτρων και τη μεγαλοπρεπή είσοδο, της οποίας όμως η ανάγλυφη διακόσμηση δεν σώζεται. Αν και ελάχιστα μικρότερος από τον “Θησαυρό του Ατρέως”, η θόλος είχε ύψος 13 μέτρα και η διάμετρος του ταφικού θαλάμου είναι 13,50 μέτρα. Αξιοσημείωτο, το γεγονός ότι είχαν προβλέψει σύστημα αποχέτευσης των ομβρίων.
Τα γεγονότα μαρτυρούν πως ανακαλύφθηκε το 1809 από χωρικούς και ο τότε πασάς του Ναυπλίου, Βελής, έδωσε διαταγή να γκρεμίσουν την θόλο ώστε να άδειασαν τον τάφο. Αν και ακόμα και σήμερα δεν είναι γνωστό τι βρήκαν, η φαντασία των χωρικών δημιούργησε το μύθο των δεκάδων ζώων φορτωμένων με θησαυρούς, που μεταφέρθηκαν στο Ναύπλιο.
Στο Βιβλίο “Τα ταξίδια του Λόρδου Guilford στην Ανατολική Μεσόγειο” της Ελένης Αγγελομάτη – Τσουγγαράκη, εκδόσεων Ακαδημίας Αθηνών/Κέντρο Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού, αναφέρεται πως οι συνταξιδιώτες του Λόρδου Guilford, Henry Gally Knight και Nicholas Fazarkeley, είδαν τη
συλλογή των γλυπτών του Βελή πασά στην Τριπολιτσά στα 1810, κυρίως από την ανασκαφή στις
Μυκήνες, και την αγόρασαν για 500 λίρες στερλίνες.
συλλογή των γλυπτών του Βελή πασά στην Τριπολιτσά στα 1810, κυρίως από την ανασκαφή στις
Μυκήνες, και την αγόρασαν για 500 λίρες στερλίνες.
Ιδιαίτερη αξία σχετικά με τα όσα βρήκε ο Πασάς Βελής στις Μυκήνες, έχουν τα όσα με λεπτομέρεια περιγράφει ο Ι. Πύρλας το 1857 στην εφημερίδα του για την ανασκαφή του Βελή πασά στις Μυκήνες το 1808 και την πώληση της αρχαιολογικής του συλλογής στον λόρδο Guilford το 1810 μέσα από τις διηγήσεις του πατέρα του, αυτόπτη μάρτυρα των αρχαιοκαπηλικών δραστηριοτήτων του πασά της Πελοποννήσου. Μάλιστα, ο ίδιος ο Ι. Πύρλας, μερικά χρόνια αργότερα, θα θέσει υπ’ όψιν του γνωστού αρχαιολόγου της Τροίας Ερρίκου Σλήμαν το κείμενο σχετικά με την ανασκαφή και τα ευρήματα του τάφου του Αγαμέμνονα από τον Βελή πασά, το οποίο είχε πρωτοδημοσιεύσει στη Βελτίωση.
Μετά την επωφελή επιχείρηση (σύληση) στις Μυκήνες ο Βελή πασάς αντιλήφτηκε για τα καλά την αξία των κειμηλίων ως ευκαιρία πλουτισμού, καθώς μετά την τυμβωρυχία στον τάφο του Ατρέως συμμετείχε ως συνέταιρος στην ανασκαφή των Charles Robert Cockerell και Otto Magnus von Stackelberg το 1812 στον
ναό του Απόλλωνα στις Βάσσες Φιγαλείας. Βέβαια, η θέση του τάφου στις Μυκήνες είχε γίνει ήδη γνωστή 100 περίπου χρόνια νωρίτερα στους Βενετούς μηχανικούς που συνέτασσαν τότε το κτηματολόγιο του Άργους και στον Φλωρεντινό περιηγητή Alessandro Pini.
ναό του Απόλλωνα στις Βάσσες Φιγαλείας. Βέβαια, η θέση του τάφου στις Μυκήνες είχε γίνει ήδη γνωστή 100 περίπου χρόνια νωρίτερα στους Βενετούς μηχανικούς που συνέτασσαν τότε το κτηματολόγιο του Άργους και στον Φλωρεντινό περιηγητή Alessandro Pini.
Η μαρτυρία του Ι. Πύρλα έχει ως εξής:
«Αρχαιολογικά. Ανέκδοτον Ιστορικόν. Περί του λεγομένου τάφου του Αγαμέμνονος εν Μυκήναις. Το 1808, κατά το λέγειν γερόντων, κατά τον μήνα Απρίλιον άνθρωπος τις Οθωμανός εκ Ναυπλίου παρουσιασθείς εις τον τότε πασάν της Πελοποννήσου Βελή πασάν τω ανήγγειλεν ότι εις τον τάφον του Αγαμέμνονος γνωρίζει ότι υπάρχουσι διάφορα 124 αγάλματα. Ο Βελή πασάς, όστις ήτον δραστήριος και φιλόκαλος συναθροίσας επ’ αγγαρία τους περικείμενους χωρικούς ήρχισε να ανασκάπτη έξω του τάφου. Αφού δε επροχώρησε έως τρία αναστήματα βάθους και οι εργάται εκατέβαινον με κλίμακα εντός του θόλου, εύρεν πολλούς αρχαίους τάφους, τους οποίους ανοίξαντες οι εργάται εύρον εν αυτοίς οστά κεχρυσωμένα εκ της πολυχρονίου επαφής χρυσού, προερχομένου εξ υφασμάτων χρυσοϋφάντων σεσηπωμένων, και άλλον χρυσόν και άργυρον. Εν τω μεταξύ, εύρον δε και πέτρας ως τας καλουμένας αντίκας· άλλαι δε ήσαν γεγλυμμέναι παρασταίνουσαι εικόνας. Εύρον δε εκτός των τάφων περί τα 25 αγάλματα μεγέθους μεγάλου, και μίαν μαρμάρινην τράπεζαν. Ταύτα πάντα μετέφερεν ο Βελή πασάς εις την λίμνην Λέρνην (Μύλους), τα οποία αφού έπλυνε και εκκαθάρισε, μετέφερεν εις Τρίπολιν διπλωμένα με ψάθας, ένθα επώλησεν ταύτα εις περιηγητάς λαβών περί τας 80.000 χιλιάδες γρόσια. Συναθροίσας δε πάσαν την εν τοις τάφοις ύλην ως και τα οστά, μετέφερεν και ταύτα εις Τρίπολιν, άπερ παρέδωκεν εις τους επισημοτέρους τότε χρυσοχόους, Δ. Κοντονικολάκον και Π. Σκούραν, οίτινες εκκαθαρίσαντες την ύλην, και τα οστά αποξήσαντες συνέλεξαν περί τας 4 οκάδες χρυσού και αργύρου, τας δε πέτρας και τα οστά έρριψαν. Το ιστορικόν τούτον ελάβομεν εκ των δύο ανωτέρω χρυσοχόων ότε έζουν, και εκ του πατρός ημών ειδόντος εν Μύλοις και αυτά τα αγάλματα.».
Πηγή: Επιστημονική Διατριβή Η Αρχαιολογία στην Πελοπόννησο
Δεν υπάρχουν σχόλια